δεντροστολίζω

δεντροστολίζω
-ισα, -ίστηκα, δεντροστολισμένος, καλλωπίζω έναν τόπο με δέντρα: Ευτυχώς, η πλατεία είναι δεντροστολισμένη, κι έτσι υπάρχει πολύ πράσινο και δροσιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεντροστολίζω — στολίζω δρόμο, περιοχή κ.λπ. φυτεύοντας δέντρα …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”